- Λόγγος
- Λόγγοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λόγγος — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (32 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 65 κάτ.) των Παξών. Βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά… … Dictionary of Greek
λόγγος — ο πυκνό δάσος με δέντρα και θάμνους: Χαθήκαμε στο λόγγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου … Dictionary of Greek
λογγιάζω — [λόγγος] 1. καλύπτω μια έκταση με πυκνή βλάστηση, σχηματίζω θαμνώδες δάσος 2. (για έδαφος) γίνομαι λόγγος από την πυκνή βλάστηση, καλύπτομαι από θαμνώδη βλάστηση … Dictionary of Greek
Лонг античный автор — (Λόγγος) автор известного, особенно во время Возрождения много читавшегося романа из пастушеской жизни о Дафнисе и Хлое . О времени и обстоятельствах жизни автора можно судить только по содержанию его сочинения. Он жил еще в чисто языческой… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Лонг, античный автор — (Λόγγος) автор известного, особенно во время Возрождения много читавшегося романа из пастушеской жизни о Дафнисе и Хлое . О времени и обстоятельствах жизни автора можно судить только по содержанию его сочинения. Он жил еще в чисто языческой… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Λόγγε — Λόγγος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόγγοι — Λόγγος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόγγον — Λόγγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόγγου — Λόγγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)